- ὑπερήκω
- ὑπερήκω,A to have got beyond, τι Gal.2.461.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπερήκω — Α φτάνω πέρα από ένα σημείο («κἂν ὑπερήκη τὸν πρῶτον σπόνδυλον ἡ κεφαλὴ πρόσω», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἥκω «έχω έρθει, έχω φτάσει»] … Dictionary of Greek